- τοπογραφώ
- τοπογράφησα, τοπογραφήθηκα, τοπογραφημένος1. συντάσσω τον τοπογραφικό χάρτη περιοχής: Τοπογραφήθηκε ο νομός.2. ασχολούμαι με τοπογραφικές εργασίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.